I.fancy [βρετ ˈfansi, αμερικ ˈfænsi] ΟΥΣ
1. fancy (liking):
- s'attacher à qn
2. fancy (whim):
- caprice αρσ
3. fancy (fantasy):
- imagination θηλ
II.fancy [βρετ ˈfansi, αμερικ ˈfænsi] ΕΠΊΘ
2. fancy (pretentious) οικ, μειωτ:
- snobinard οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.