I.crowd [βρετ kraʊd, αμερικ kraʊd] ΟΥΣ
2. crowd (group):
II.crowd [βρετ kraʊd, αμερικ kraʊd] ΡΉΜΑ μεταβ
1. crowd (fill):
2. crowd (squash):
3. crowd (fill to excess):
- surcharger (with de)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.