I.mess [αμερικ mɛs, βρετ mɛs] ΟΥΣ
1.2. mess χωρίς πλ (dirt, soiling):
2. mess χωρίς πλ (confused, troubled state):
4. mess χωρίς πλ (large quantity) αμερικ:
II.mess [αμερικ mɛs, βρετ mɛs] ΡΉΜΑ αμετάβ
1.1. mess (waste time):
- mess οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.