στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. inoltrato [inolˈtrato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
inoltrato → inoltrare
II. inoltrato [inolˈtrato] ΕΠΊΘ (avanzato)
I. inoltrare [inolˈtrare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. inoltrare (recapitare):
II. inoltrarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.