στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. congiunto [konˈdʒunto] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
congiunto → congiungere
II. congiunto [konˈdʒunto] ΕΠΊΘ
III. congiunto (congiunta) [konˈdʒunto] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
I. congiungere [konˈdʒundʒere] ΡΉΜΑ μεταβ
1. congiungere (unire):
2. congiungere (collegare):
II. congiungersi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. congiungersi:
2. congiungersi (unirsi):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.