Oxford Spanish Dictionary
oliva ΟΥΣ θηλ
- oliva
-
verde1 ΕΠΊΘ
1.1. verde color/ojos/vestido:
1.2. verde modificado por otro adj: αμετάβλ:
2.1. verde fruta:
aceite ΟΥΣ αρσ
2. aceite:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.