Oxford Spanish Dictionary
fino1 (fina) ΕΠΊΘ
1.1. fino (en grosor):
1.2. fino (en grosor):
2. fino (en calidad):
στο λεξικό PONS
fino (-a) ΕΠΊΘ
3. fino (de calidad):
fino (-a) [ˈfi·no, -a] ΕΠΊΘ
3. fino (de calidad):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.