Oxford Spanish Dictionary
fenómeno1 (fenómena) ΕΠΊΘ ΕΠΊΡΡ λατινοαμερ
fenómeno → fenomenal
fenómeno2 ΟΥΣ αρσ
1. fenómeno (hecho, suceso):
στο λεξικό PONS
I. fenómeno ΕΠΊΘ αμετάβλ οικ
II. fenómeno ΟΥΣ αρσ
III. fenómeno ΕΠΊΡΡ
-
- marvellously βρετ
-
- marvelously αμερικ
II. fenómeno [fe·ˈno·me·no] ΟΥΣ αρσ
III. fenómeno [fe·ˈno·me·no] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- fenol
- fenología
- fenológico
- fenologista
- fenólogo
- fenómenos
- fenotípico
- fenotipo
- feo
- FEOGA
- feón