Oxford Spanish Dictionary
 
  
 phenomenal [αμερικ fəˈnɑmənəl, βρετ fəˈnɒmɪn(ə)l] ΕΠΊΘ οικ
-  phenomenal success/achievement
-  
-  phenomenal success/achievement
-  
-  phenomenal strength
-  
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
 phenomenal ΕΠΊΘ
-  phenomenal success, achievement
-  
-  phenomenal strength
-  
 
  
 -  
-  phenomenal
 
  
 phenomenal ΕΠΊΘ
-  phenomenal success, achievement
-  
-  phenomenal strength
-  
 
  
 -  
-  phenomenal
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- phat
- phatic
- PhD
- pheasant
- PHEIC
- phenomenal
- phenomenally
- phenomenology
- phenomenon
- phenotype
- pheromone
