στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
phenomenal [βρετ fəˈnɒmɪn(ə)l, αμερικ fəˈnɑmənəl] ΕΠΊΘ
1. phenomenal ΦΙΛΟΣ:
- phenomenal reality, world
-
2. phenomenal μτφ:
- phenomenal
-
στο λεξικό PONS
phenomenal ΕΠΊΘ
phenomenal success, achievement:
- phenomenal
-
-
- phenomenal
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.