fenomenico <πλ fenomenici, fenomeniche> [fenoˈmɛniko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ ΦΙΛΟΣ
- fenomenico realtà, mondo
-
- phenomenal reality, world
- fenomenico
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.