Oxford Spanish Dictionary
agudo (aguda) ΕΠΊΘ
2.1. agudo:
2.2. agudo dolor:
2.4. agudo aumento/descenso:
3.1. agudo (perspicaz):
3.3. agudo:
acento ΟΥΣ αρσ
1.1. acento ΓΛΩΣΣ:
1.2. acento (énfasis):
2.1. acento (deje, pronunciación):
στο λεξικό PONS
agudo (-a) ΕΠΊΘ
acento ΟΥΣ αρσ
1. acento (prosódico):
2. acento (pronunciación, signo):
acento [a·ˈsen·to, -ˈθen·to] ΟΥΣ αρσ
1. acento (prosódico):
2. acento (signo):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.