I. wild ΕΠΊΘ
1. wild (ursprünglich, in freier Natur vorkommend):
- wild Volk, Tier, Pflanze, Gegend
-
3. wild (illegal):
- wild Zelten, Streik, Müllkippe
-
4. wild (maßlos):
6. wild οικ (wütend):
II. wild ΕΠΊΡΡ
1. wild (in freier Natur):
Wild <-[e]s; χωρίς πλ> ΟΥΣ ουδ
- Wild
- gibier αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.