I. forcené(e) [fɔʀsəne] ΕΠΊΘ
1. forcené:
- forcené(e)
-
2. forcené (démesuré):
- forcené(e)
-
- forcené(e) travail, activité
-
- forcené(e) travail, activité
-
- forcené(e) partisan
-
- forcené(e) partisan
-
II. forcené(e) [fɔʀsəne] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- forcené(e)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.