I. wahnsinnig ΕΠΊΘ
1. wahnsinnig ΙΑΤΡ:
2. wahnsinnig προσδιορ οικ (gewaltig):
3. wahnsinnig μειωτ οικ (wahnwitzig):
4. wahnsinnig αργκ (herrlich):
- wahnsinnig Mensch, Haus, Auto
- super οικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.