furieux (-euse) [fyʀjø, -jøz] ΕΠΊΘ
1. furieux:
2. furieux (violent):
3. furieux χιουμ (extrême):
- furieux (-euse) envie, appétit
- unheimlich οικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.