στο λεξικό PONS
I. ra·dio·ak·tiv [radi̯oʔakˈti:f] ΕΠΊΘ
II. ra·dio·ak·tiv [radi̯oʔakˈti:f] ΕΠΊΡΡ
- radioaktive Strahlung
-
-
- radioaktive Altersbestimmung
-
- radioaktive Zerfallsreihe
-
- radioaktive Wolke
-
- radioaktive Strahlung
-
- radioaktive Strahlen
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- radioaktive Verseuchung
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.