I. ohn·mäch·tig [ˈo:nmɛçtɪç] ΕΠΊΘ
1. ohnmächtig (bewusstlos):
2. ohnmächtig τυπικ (machtlos):
3. ohnmächtig προσδιορ (hilflos):
II. ohn·mäch·tig [ˈo:nmɛçtɪç] ΕΠΊΡΡ
Ohn·mäch·ti·ge(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
1. Ohnmächtige(r) (bewusstloser Mensch):
2. Ohnmächtige(r) (machtloser Mensch):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.