στο λεξικό PONS
I. in·tern [ɪnˈtɛrn] ΕΠΊΘ
II. in·tern [ɪnˈtɛrn] ΕΠΊΡΡ
Fi·nan·zie·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
- die Finanzierung [einer S. γεν [o. von etw δοτ]]
- financing [sth]
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
interne Finanzierung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Finanzierung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Finanzierung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.