er·kenn·bar ΕΠΊΘ
1. erkennbar (sichtbar):
- erkennbar
-
2. erkennbar (wahrnehmbar):
-
- erkennbar
-
- erkennbar
-
- erkennbar
-
- erkennbar
-
- erkennbar
-
- erkennbar
- measurable perceptible
- erkennbar
-
- erkennbar
-
- nicht erkennbar
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.