I. di·plo·ma·tisch [diploˈma:tɪʃ] ΕΠΊΘ
1. diplomatisch (die Diplomatie betreffend):
2. diplomatisch τυπικ (taktisch geschickt):
II. di·plo·ma·tisch [diploˈma:tɪʃ] ΕΠΊΡΡ
- diplomatisches Korps
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.