I. be·gie·rig ΕΠΊΘ
1. begierig (gespannt):
2. begierig (verlangend):
3. begierig (sexuell verlangend):
- begierig
-
- begierig
-
II. be·gie·rig ΕΠΊΡΡ
1. begierig (gespannt):
- begierig
-
3. begierig (sexuell verlangend):
- begierig
-
- begierig
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.