I. auf·ge·bläht ΡΉΜΑ
aufgebläht μετ παρακειμ: aufblähen
II. auf·ge·bläht ΕΠΊΘ
I. auf|blä·hen ΡΉΜΑ μεταβ
3. aufblähen (aufbauschen):
4. aufblähen (übersteigern):
I. auf|blä·hen ΡΉΜΑ μεταβ
3. aufblähen (aufbauschen):
4. aufblähen (übersteigern):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.