στο λεξικό PONS
I. wahn·sin·nig ΕΠΊΘ
1. wahnsinnig ΙΑΤΡ (geisteskrank):
2. wahnsinnig προσδιορ μτφ οικ (gewaltig):
3. wahnsinnig μειωτ οικ (wahnwitzig):
4. wahnsinnig αργκ (herrlich):
-
- incredible οικ
II. wahn·sin·nig ΕΠΊΡΡ οικ
I. wahn·sin·nig ΕΠΊΘ
1. wahnsinnig ΙΑΤΡ (geisteskrank):
2. wahnsinnig προσδιορ μτφ οικ (gewaltig):
3. wahnsinnig μειωτ οικ (wahnwitzig):
4. wahnsinnig αργκ (herrlich):
-
- incredible οικ
II. wahn·sin·nig ΕΠΊΡΡ οικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Wahlversprechen
- Wahlvolk
- wahlweise
- Wahlwiederholung
- Wahlzettel
- Wahnsinnige Wahnsinniger
- Wahnsinnigwerden
- Wahnsinnsarbeit
- Wahnsinnstempo
- Wahnvorstellung
- Wahnwitz