Wahnsinnige(r) <-n, -n> SUBST mf
-
- παράφρων mf
I. wahnsinnig ΕΠΊΘ
II. wahnsinnig ΕΠΊΡΡ
1. wahnsinnig (verrückt):
2. wahnsinnig οικ (sehr):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Wahlverfahren
- Wahlversammlung
- Wahlversprechen
- wahlweise
- Wahlzettel
- Wahnsinnige Wahnsinniger
- Wahnvorstellung
- Wahnwitz
- wahr
- wahren
- währen