στο λεξικό PONS
 
  
 Um·lauf <-s, -läufe> [ˈʊmlauf, πλ -lɔyfə] ΟΥΣ αρσ
2. Umlauf ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ (internes Rundschreiben):
Umlauf ΟΥΣ
 
  
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 Umlauf ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Umlauf ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
im Umlauf phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
außer Umlauf setzen phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
 
  
 Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
