pri·mi·tiv [primiˈti:f] ΕΠΊΘ
1. primitiv (urtümlich):
2. primitiv (elementar):
- primitive Bedürfnisse
-
3. primitiv a. μειωτ (simpel):
- rustic μειωτ
-
-
- primitive Ausrüstung
- primitive society, tribe, behaviour, emotion
-
- primitive μειωτ
- primitiv μειωτ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.