Pri·mi·ti·vi·tät <-, -en> [primitiviˈtɛt] ΟΥΣ θηλ
1. Primitivität kein πλ (Einfachheit, primitive Beschaffenheit):
- Primitivität
-
- Primitivität
-
2. Primitivität μειωτ (Mangel an Bildung):
- Primitivität
-
-
- Primitivität θηλ <-, -en>
-
- Primitivität θηλ <-, -en>
-
- Primitivität θηλ <-, -en>
-
- Primitivität θηλ <-, -en>
-
- Primitivität θηλ <-, -en>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.