στο λεξικό PONS
Über·be·griff ΟΥΣ αρσ
- Überbegriff ΓΛΩΣΣ
-
Über·be·griff ΟΥΣ αρσ (Oberbegriff)
Un·ter·be·griff <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Ober·be·griff <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Ehr·be·griff <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ kein πλ
Ele·men·tar·be·griff <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Be·griff <-[e]s, -e> ΟΥΣ αρσ
1. Begriff (Terminus):
2. Begriff (Vorstellung, Auffassung):
3. Begriff (Inbegriff):
Fachbegriff ΟΥΣ
- Fachbegriff αρσ
-
Begriffszeichen ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Investitionsbegriff ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Finanzierungsbegriff ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Vermögensbegriff ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.