Miss·bil·li·gung, Miß·bil·li·gungπαλαιότ <-, -en> [ˈmɪsbɪlɪgʊŋ] ΟΥΣ θηλ πλ selten
- Missbilligung
- disapproval no πλ
- auf kirchliche Missbilligung treffen
-
-
- Missbilligung θηλ <-, -en>
-
- Missbilligung θηλ <-, -en>
-
- Missbilligung θηλ <-, -en>
-
- Missbilligung θηλ <-, -en>
-
- Einverständnis/Missbilligung signalisieren
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.