

- Missbilligung
- disapproval no πλ
- auf kirchliche Missbilligung treffen
-


-
- Missbilligung θηλ <-, -en>
-
- Missbilligung θηλ <-, -en>
-
- Missbilligung θηλ <-, -en>
-
- Missbilligung θηλ <-, -en>
-
- Einverständnis/Missbilligung signalisieren
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.