Meis·ter·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Meisterschaft ΑΘΛ (Wettkampf zur Ermittlung des Meisters):
- Meisterschaft
-
- Meisterschaft (Veranstaltung)
-
2. Meisterschaft kein πλ (Können):
-
- Meisterschaft θηλ <-, -en>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.