στο λεξικό PONS
Le·bens·lauf <-(e)s, -läufe> ΟΥΣ αρσ
1. Lebenslauf (schriftliche Lebensbeschreibung):
- Lebenslauf
-
- Lebenslauf
- résumé αμερικ
- Sie benötigen einen aussagekräftigen Lebenslauf
-
- ein lückenloser Lebenslauf
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Lebenslauf ΟΥΣ αρσ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Lebenslauf
-
-
- Lebenslauf αρσ
-
- Lebenslauf αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.