στο λεξικό PONS
curriculum ΟΥΣ
- curriculum (at a university)
- Studieninhalt αρσ
core cur·ˈricu·lum ΟΥΣ ΣΧΟΛ, ΠΑΝΕΠ
- core curriculum
-
na·tion·al cur·ˈricu·lum ΟΥΣ βρετ
- national curriculum
-
cur·ricu·lum vi·tae <pl -s [or curricula vitae]> [-ˈvi:taɪ], CV ΟΥΣ
- curriculum vitae
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
curriculum vitae ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- curriculum vitae
- Lebenslauf αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.