στο λεξικό PONS
Kun·den·kar·te <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΕΜΠΌΡ
Di·vi·den·den·wer·te ΟΥΣ πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Kun·den·wech·sel <-s, -> ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
II. stun·den·wei·se ΕΠΊΘ
Mi·nen·wer·te ΟΥΣ πλ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Ban·den·wer·bung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
Kun·den·wunsch ΟΥΣ αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Dividendenwert ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Periodenwert ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
Börsenwerte ΟΥΣ αρσ πλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Rentenwerte ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.