στο λεξικό PONS
Spen·den·geld <-(e)s, -er> ΟΥΣ ουδ
Haupt·kun·den·grup·pe <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΕΜΠΌΡ
Kun·den·grup·pe ΟΥΣ θηλ
Massenkundengeschäft ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Kundengelder ΟΥΣ πλ ΛΟΓΙΣΤ
24-Stunden-Geldhandel ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Privatkundengeschäft ΟΥΣ ουδ ΤΜΉΜ
Firmenkundengeschäft ΟΥΣ ουδ ΤΜΉΜ
Firmenkundengeschäft ΟΥΣ ουδ ΤΜΉΜ
Bankengelder ΟΥΣ πλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Neukundengewinnung ΟΥΣ θηλ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
Kundengeschäft ΟΥΣ ουδ ΤΜΉΜ
Großkundengeschäft ΟΥΣ ουδ ΤΜΉΜ
Kundengruppe ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
