στο λεξικό PONS
Kor·res·pon·dent(in) <-en, -en> [kɔrɛspɔnˈdɛnt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Korrespondent (Reporter):
2. Korrespondent (Handelskorrespondent):
- stringer αργκ
- freiberuflicher [o. CH freischaffender] Korrespondent/freiberufliche [o. CH freischaffende] Korrespondentin
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Korrespondentin ΟΥΣ θηλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.