στο λεξικό PONS
Be·leg·schafts·ak·ti·o·när (-ak·ti·o·nä·rin) ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΟΙΚΟΝ
- Belegschaftsaktionär (-ak·ti·o·nä·rin)
-
Rumpf·be·leg·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Be·leg·schafts·ak·tie [-aktsiə] ΟΥΣ θηλ
Be·leg·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ (Beschäftigte)
Stamm·be·leg·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Be·leg·schafts·ra·batt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Be·leg·schafts·mit·glied <-(e)s, -er> ΟΥΣ ουδ
Pfleg·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Pfleg·schafts·sa·chen ΟΥΣ πλ ΝΟΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Belegschaftsaktie ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Hermes-Bürgschaft ΟΥΣ θηλ ΕΜΠΌΡ
Nachlasspflegschaft ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Gesamtbetrachtung ΟΥΣ θηλ CTRL
Gesamtbewertung ΟΥΣ θηλ CTRL
Gesamtbebauungsplan ΟΥΣ αρσ ΑΚΊΝ
Gesamtbetrag ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
Gesamtbeurteilung ΟΥΣ θηλ CTRL
Gesamtbezüge ΟΥΣ αρσ πλ ΛΟΓΙΣΤ
Gesamtberatung ΟΥΣ θηλ ΑΣΦΆΛ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.