στο λεξικό PONS
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Devisenswap ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Devisenswap (gleichzeitiger Kauf von Devisen am Kassamarkt und Verkauf am Terminmarkt bzw. Verkauf am Kassamarkt und Rückkauf am Terminmarkt)
-
-
- Devisenswap αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.