Blü·ten·kohl <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ αρσ
Blütenkohl → Blumenkohl
Blu·men·kohl <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ αρσ kein πλ
Blü·ten·kelch·blatt <-(e)s, -blätter> ΟΥΣ ουδ
Blü·ten·knos·pe <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Blü·ten·kelch <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ ΒΟΤ
blü·ten·weiß ΕΠΊΘ
Fir·men·kopf <-(e)s, -köpfe> ΟΥΣ αρσ
Lo·cken·kopf <-(e)s, -köpfe> ΟΥΣ αρσ
1. Lockenkopf (lockiges Haar):
2. Lockenkopf (Mensch mit Lockenkopf):
Moh·ren·kopf <-(e)s, -köpfe> ΟΥΣ αρσ ΜΑΓΕΙΡ (απαρχ - 'Mohr' προσβλ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.