στο λεξικό PONS
Be·auf·trag·te(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
beauftragte Bank phrase ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Beatmusik
- Beatnik
- Beau
- Beaufortsee
- Beaufortskala
- Beauftragten
- Beauftragung
- beäugen
- Beauty
- bebauen
- Bebauung