στο λεξικό PONS
cu·ra·tor [kjʊəˈreɪtəʳ, αμερικ kjʊˈreɪt̬ɚ] ΟΥΣ
- curator
-
- curator
-
- Kustode (Kus·to·din)
- curator
- Konservator(in)
- curator
- Kustos (Kus·to·din)
- curator
- Kurator(in)
- curator
- Nachlasspfleger(in)
-
- Denkmalpfleger(in)
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
curator of the estate ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Nachlasspfleger αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.