στο λεξικό PONS
Bör·sen·ab·rech·nungs·tag <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Bör·sen·aus·sich·ten ΟΥΣ πλ
Bör·sen·auf·schwung ΟΥΣ αρσ
Bör·sen·auf·sicht <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Rie·sen·auf·trag <-(e)s, -träge> ΟΥΣ αρσ
Auf·trags·kil·ler(in) <-s, -> [-kɪlɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Auftragskiller ΝΟΜ μειωτ:
Mil·li·o·nen·auf·trag <-(e)s, -träge> ΟΥΣ αρσ
In·nen·auf·trag <-(e)s, -träge> ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
Kun·den·auf·trag ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ, ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Auftragsschreiber(in) ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Börsenauftrag ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Börsenabschluss ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Rahmenauftrag ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
Einzelauftragslimit ΟΥΣ ουδ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Auftragsnachlass ΟΥΣ αρσ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Gesamtauftragsbetrag ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
Auftragsfreigabe ΟΥΣ θηλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Auftragsbuchung ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.