στο λεξικό PONS
Auf·satz2 <-es, -sätze> ΟΥΣ αρσ
1. Aufsatz ΣΧΟΛ:
- Aufsatz
-
- Aufsatz
-
- eine Klassenarbeit/einen Aufsatz korrigieren
-
- korrigiert Aufsatz, Arbeit
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
-
- einreichen (Aufsatz)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.