As·sis·tent(in) <-en, -en> [asɪsˈtɛnt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
2. Assistent ΙΑΤΡ (Assistenzarzt):
per·sön·li·cher As·sis·tent, per·sön·li·che As·sis·ten·tin <-en, -en> ΟΥΣ αρσ
me·di·zi·nisch-tech·ni·sche(r) As·sis·tent(in) <-en, -en> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.