στο λεξικό PONS
Ab·ort1 <-s, -e> [aˈbɔrt, ˈapʔɔrt] ΟΥΣ αρσ απαρχ
Abort → Toilette
Toi·let·te <-, -n> [to̯aˈlɛtə] ΟΥΣ θηλ
Abort2 <-s, -e> [aˈbɔrt] ΟΥΣ αρσ ΙΑΤΡ
- Abort (Fehlgeburt)
-
-
- Abort αρσ <-(e)s, -e>
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- eingeleiteter Abort
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.