στο λεξικό PONS
Ab·nah·me2 <-, -n> [ˈapna:mə] ΟΥΣ θηλ
1. Abnahme ΟΙΚΟΝ (Übernahme):
- Abnahme Ware
-
2. Abnahme ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ:
- Abnahme Neubau, Fahrzeug
-
-
- Abnahme θηλ <-, -n>
- taper of activities, interest
- Abnahme θηλ <-, -n>
-
- Abnahme θηλ <-, -n>
-
- Abnahme θηλ <-, -n>
-
- Abnahme θηλ <-, -n>
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.