I. über·mä·ßig ΕΠΊΘ
II. über·mä·ßig ΕΠΊΡΡ
1. übermäßig (in zu hohem Maße):
-
- übermäßiger Alkoholkonsum
-
- übermäßiger Genuss
-
- übermäßiger Schokoladengenuss
-
- übermäßiger Alkoholgenuss
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.