pendant(e) [pɑ͂dɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. pendant (tombant):
pendant1 [pɑ͂dɑ͂] ΟΥΣ αρσ
II. pendant1 [pɑ͂dɑ͂]
I. pendant2 [pɑ͂dɑ͂] ΠΡΌΘ
1. pendant (au cours de):
2. pendant (simultanément à):
II. pendant2 [pɑ͂dɑ͂] ΣΎΝΔ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.