I. naitreNO [nɛtʀ], naîtreOT ΡΉΜΑ αμετάβ +être
1. naitre:
2. naitre (apparaitre (apparaître)):
3. naitre (résulter):
4. naitre (être destiné à):
naissain [nɛsɛ͂] ΟΥΣ αρσ
naissant(e) [nɛsɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.