I. naïf (naïve) [naif, naiv] ΕΠΊΘ
1. naïf μειωτ:
-  naïf (naïve)
-  
2. naïf (naturel):
3. naïf ΤΈΧΝΗ, ΛΟΓΟΤ:
-  naïf (naïve)
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
